- ριζοφόρος
- -α, -ο / ῥιζοφόρος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Ναυτός που φέρει ρίζες, που έχει ρίζεςνεοελλ.το θηλ. ως ουσ. η ριζοφόρα ή η ριζοφόροςγένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τών τροπικών περιοχών τής οικογένειας ριζοφορίδες, τής τάξης μυρτώδη, χαρακτηριστικό τών οποίων είναι οι μεγάλες τοξωτές εναέριες ρίζες που φύονται από τον βλαστό και τους κλάδους και βυθίζονται στο έδαφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -φόρος* (< φέρω). Η λ. ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. rhizophora].
Dictionary of Greek. 2013.